βυζαντινολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βυζαντινολογώ < βυζαντινός + -ο- + -λογώ
Ρήμα
βυζαντινολογώ
- συζητώ ατέρμονα και ασχολούμαι με λεπτομέρειες και τύπους, χωρίς να στοχεύω (σ)την ουσία
Συνώνυμα
- φιλολογίζω
- πολυλογώ
- περιττολογώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βυζαντινολογώ | βυζαντινολογούσα | θα βυζαντινολογώ | να βυζαντινολογώ | βυζαντινολογώντας | |
| β' ενικ. | βυζαντινολογείς | βυζαντινολογούσες | θα βυζαντινολογείς | να βυζαντινολογείς | (βυζαντινολόγει) | |
| γ' ενικ. | βυζαντινολογεί | βυζαντινολογούσε | θα βυζαντινολογεί | να βυζαντινολογεί | ||
| α' πληθ. | βυζαντινολογούμε | βυζαντινολογούσαμε | θα βυζαντινολογούμε | να βυζαντινολογούμε | ||
| β' πληθ. | βυζαντινολογείτε | βυζαντινολογούσατε | θα βυζαντινολογείτε | να βυζαντινολογείτε | βυζαντινολογείτε | |
| γ' πληθ. | βυζαντινολογούν(ε) | βυζαντινολογούσαν(ε) | θα βυζαντινολογούν(ε) | να βυζαντινολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βυζαντινολόγησα | θα βυζαντινολογήσω | να βυζαντινολογήσω | βυζαντινολογήσει | ||
| β' ενικ. | βυζαντινολόγησες | θα βυζαντινολογήσεις | να βυζαντινολογήσεις | βυζαντινολόγησε | ||
| γ' ενικ. | βυζαντινολόγησε | θα βυζαντινολογήσει | να βυζαντινολογήσει | |||
| α' πληθ. | βυζαντινολογήσαμε | θα βυζαντινολογήσουμε | να βυζαντινολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | βυζαντινολογήσατε | θα βυζαντινολογήσετε | να βυζαντινολογήσετε | βυζαντινολογήστε | ||
| γ' πληθ. | βυζαντινολόγησαν βυζαντινολογήσαν(ε) |
θα βυζαντινολογήσουν(ε) | να βυζαντινολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βυζαντινολογήσει | είχα βυζαντινολογήσει | θα έχω βυζαντινολογήσει | να έχω βυζαντινολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βυζαντινολογήσει | είχες βυζαντινολογήσει | θα έχεις βυζαντινολογήσει | να έχεις βυζαντινολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βυζαντινολογήσει | είχε βυζαντινολογήσει | θα έχει βυζαντινολογήσει | να έχει βυζαντινολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βυζαντινολογήσει | είχαμε βυζαντινολογήσει | θα έχουμε βυζαντινολογήσει | να έχουμε βυζαντινολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βυζαντινολογήσει | είχατε βυζαντινολογήσει | θα έχετε βυζαντινολογήσει | να έχετε βυζαντινολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βυζαντινολογήσει | είχαν βυζαντινολογήσει | θα έχουν βυζαντινολογήσει | να έχουν βυζαντινολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
βυζαντινολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.