μεταβυζαντινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταβυζαντινός η μεταβυζαντινή το μεταβυζαντινό
      γενική του μεταβυζαντινού της μεταβυζαντινής του μεταβυζαντινού
    αιτιατική τον μεταβυζαντινό τη μεταβυζαντινή το μεταβυζαντινό
     κλητική μεταβυζαντινέ μεταβυζαντινή μεταβυζαντινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταβυζαντινοί οι μεταβυζαντινές τα μεταβυζαντινά
      γενική των μεταβυζαντινών των μεταβυζαντινών των μεταβυζαντινών
    αιτιατική τους μεταβυζαντινούς τις μεταβυζαντινές τα μεταβυζαντινά
     κλητική μεταβυζαντινοί μεταβυζαντινές μεταβυζαντινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταβυζαντινός < μετα- + βυζαντινός

Επίθετο

μεταβυζαντινός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.