Βυζάντιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Βυζάντιον | ||
| γενική | τοῦ | Βυζαντίου | ||
| δοτική | τῷ | Βυζαντίῳ | ||
| αιτιατική | τὸ | Βυζάντιον | ||
| κλητική ὦ! | Βυζάντιον | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.