μεσοβυζαντινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσοβυζαντινός | η | μεσοβυζαντινή | το | μεσοβυζαντινό |
| γενική | του | μεσοβυζαντινού | της | μεσοβυζαντινής | του | μεσοβυζαντινού |
| αιτιατική | τον | μεσοβυζαντινό | τη | μεσοβυζαντινή | το | μεσοβυζαντινό |
| κλητική | μεσοβυζαντινέ | μεσοβυζαντινή | μεσοβυζαντινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσοβυζαντινοί | οι | μεσοβυζαντινές | τα | μεσοβυζαντινά |
| γενική | των | μεσοβυζαντινών | των | μεσοβυζαντινών | των | μεσοβυζαντινών |
| αιτιατική | τους | μεσοβυζαντινούς | τις | μεσοβυζαντινές | τα | μεσοβυζαντινά |
| κλητική | μεσοβυζαντινοί | μεσοβυζαντινές | μεσοβυζαντινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεσοβυζαντινός < μεσο- + βυζαντινός
Επίθετο
μεσοβυζαντινός, -ή, -ό
- Ο αναφερόμενος στη μέση περίοδο του Βυζαντίου: περίπου από το 843 μ.χ. (τέλος της εικονομαχίας) έως 1204 μ.χ. (άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, αρχή της φραγκοκρατίας). Σημείωση: Οι ημερομηνίες είναι ενδεικτικές αφού δεν υπάρχει ομοφωνία.
- Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινής εποχής.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.