αρμενοβυζαντινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμενοβυζαντινός η αρμενοβυζαντινή το αρμενοβυζαντινό
      γενική του αρμενοβυζαντινού της αρμενοβυζαντινής του αρμενοβυζαντινού
    αιτιατική τον αρμενοβυζαντινό την αρμενοβυζαντινή το αρμενοβυζαντινό
     κλητική αρμενοβυζαντινέ αρμενοβυζαντινή αρμενοβυζαντινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμενοβυζαντινοί οι αρμενοβυζαντινές τα αρμενοβυζαντινά
      γενική των αρμενοβυζαντινών των αρμενοβυζαντινών των αρμενοβυζαντινών
    αιτιατική τους αρμενοβυζαντινούς τις αρμενοβυζαντινές τα αρμενοβυζαντινά
     κλητική αρμενοβυζαντινοί αρμενοβυζαντινές αρμενοβυζαντινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρμενοβυζαντινός < αρμενο- + βυζαντινός

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.me.no.vi.zan.diˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρμενοβυζαντινός

Επίθετο

αρμενοβυζαντινός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.