βυζαντινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βυζαντινισμός | οι | βυζαντινισμοί |
| γενική | του | βυζαντινισμού | των | βυζαντινισμών |
| αιτιατική | τον | βυζαντινισμό | τους | βυζαντινισμούς |
| κλητική | βυζαντινισμέ | βυζαντινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βυζαντινισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική byzantinisme < byzantin < αρχαία ελληνική Βυζάντιον
Ουσιαστικό
βυζαντινισμός αρσενικό
- το να ζει κάποιος σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της εποχής του Βυζαντινού πολιτισμού
- (συνεκδοχικά) το να είναι κάποιος εκτός τόπου και χρόνου
- (κατ’ επέκταση) το να ασχολείται κανείς με πράγματα που δεν έχουν ουσία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βυζάντιο
Μεταφράσεις
βυζαντινισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.