βυζαντινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βυζαντινισμός οι βυζαντινισμοί
      γενική του βυζαντινισμού των βυζαντινισμών
    αιτιατική τον βυζαντινισμό τους βυζαντινισμούς
     κλητική βυζαντινισμέ βυζαντινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βυζαντινισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική byzantinisme < byzantin < αρχαία ελληνική Βυζάντιον

Ουσιαστικό

βυζαντινισμός αρσενικό

  1. το να ζει κάποιος σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της εποχής του Βυζαντινού πολιτισμού
  2. (συνεκδοχικά) το να είναι κάποιος εκτός τόπου και χρόνου
  3. (κατ’ επέκταση) το να ασχολείται κανείς με πράγματα που δεν έχουν ουσία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.