υστεροβυζαντινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υστεροβυζαντινός η υστεροβυζαντινή το υστεροβυζαντινό
      γενική του υστεροβυζαντινού της υστεροβυζαντινής του υστεροβυζαντινού
    αιτιατική τον υστεροβυζαντινό την υστεροβυζαντινή το υστεροβυζαντινό
     κλητική υστεροβυζαντινέ υστεροβυζαντινή υστεροβυζαντινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υστεροβυζαντινοί οι υστεροβυζαντινές τα υστεροβυζαντινά
      γενική των υστεροβυζαντινών των υστεροβυζαντινών των υστεροβυζαντινών
    αιτιατική τους υστεροβυζαντινούς τις υστεροβυζαντινές τα υστεροβυζαντινά
     κλητική υστεροβυζαντινοί υστεροβυζαντινές υστεροβυζαντινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υστεροβυζαντινός < ύστερος + βυζαντινός

Επίθετο

υστεροβυζαντινός, -ή, -ό

  • Ο αναφερόμενος στην ύστερη περίοδο του Βυζαντίου: περίπου από το 1204 μ.χ. (άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους) έως το 1453 μ.χ. (άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, αρχή της τουρκοκρατίας). Σημείωση: Οι ημερομηνίες είναι ενδεικτικές αφού δεν υπάρχει ομοφωνία.
    Η απεικόνιση αυτή βρέθηκε σε ένα υστεροβυζαντινό χειρόγραφο του 15ου αιώνα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.