βυζαντινολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυζαντινολογικός η βυζαντινολογική το βυζαντινολογικό
      γενική του βυζαντινολογικού της βυζαντινολογικής του βυζαντινολογικού
    αιτιατική τον βυζαντινολογικό τη βυζαντινολογική το βυζαντινολογικό
     κλητική βυζαντινολογικέ βυζαντινολογική βυζαντινολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυζαντινολογικοί οι βυζαντινολογικές τα βυζαντινολογικά
      γενική των βυζαντινολογικών των βυζαντινολογικών των βυζαντινολογικών
    αιτιατική τους βυζαντινολογικούς τις βυζαντινολογικές τα βυζαντινολογικά
     κλητική βυζαντινολογικοί βυζαντινολογικές βυζαντινολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βυζαντινολογικός < βυζαντινολόγος / βυζαντινολογία + -ικός

Επίθετο

βυζαντινολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.