Έλληνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Έλληνας | οι | Έλληνες |
| γενική | του | Έλληνα | των | Ελλήνων |
| αιτιατική | τον | Έλληνα | τους | Έλληνες |
| κλητική | Έλληνα | Έλληνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Έλληνας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική Ἕλληνας [1] < αρχαία ελληνική Ἕλλην από την αιτιατική ενικού «τὸν Ἕλληνα» < άγνωστης ετυμολογίας → δείτε περισσότερα στο Ἕλλην
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.li.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Έλ‐λη‐νας
Κύριο όνομα
Έλληνας αρσενικό (θηλυκό Ελληνίδα) [2]
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή έχει ελληνική υπηκοότητα
- ↪ Η αποστολή αποτελούνταν από έναν Γάλλο, δύο Έλληνες και έναν Γερμανό. Οι έλληνες απεσταλμένοι υπέβαλαν την ελληνική πρόταση για το θέμα.
Έλληνας αρσενικό
Εκφράσεις
- ίτε παίδες Ελλήνων: ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε
- του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ελλην-
ελλην-
- ανελλήνιστα (επίρρημα)
- ανελλήνιστος
- ανεξελλήνιστος
- ανθέλληνας
- ανελληνικά (επίρρημα)
- ανθελληνικός
- ανθελληνικότητα
- ανθελληνισμός
- αντιελληνικός
- αφελληνίζω, αφελληνίζομαι
- αφελλήνιση
- αφελληνισμένος
- αφελληνισμός
- αφελληνιστικός
- Ελλάδα
- ελλαδικός
- Ελλαδίτης
- ελληνάδικο
- ελληνάκι
- Ελληνάρας
- Ελληνίδα
- ελληνίζω
- ελληνίζων, ελληνίζουσα, ελληνίζον
- ελληνικά (ουδέτερο & επίρρημα)
- ελληνικός
- ελληνικότητα
- ελληνικούρα
- ελληνισμός
- ελληνιστής, ελληνίστρια
- ελληνιστί
- ελληνιστική κοινή
- ελληνιστικός
- εξελληνίζω, εξελληνίζομαι
- εξελλήνιση
- εξελληνισμένος
- εξελληνισμός
- εξελληνιστικός
- συνέλληνας
- → δείτε και τη λέξη Ελλάδα για το θέμα ελλαδ-
Σύνθετα
- ελληνο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ελληνο- στο Βικιλεξικό
- -ελληνικός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ελληνικός στο Βικιλεξικό
και
- απλοελληνικά (ουδέτερο & επίρρημα)
- απλοελληνικός
- απλοελληνιστί
- αρχαιοελληνικός
- ελλανοδίκης
- ελλανοδικία
- ελλανόδικος
- ενδοελληνικός
- εξωελληνικά (επίρρημα)
- εξωελληνικός
- μισέλληνας
- μισελληνικός
- μισελληνισμός
- Νεοέλληνας, νεοέλληνας
- νεοελληνικά (ουδέτερο & επίρρημα)
- νεοελληνική κοινή
- νεοελληνικός
- νεοελληνισμός
- νεοελληνιστής, νεοελληνίστρια
- νεοελληνιστί
- Πανέλληνες
- πανελλήνια (επίρρημα)
- πανελλήνιο
- πανελληνιονίκης
- πανελλήνιος
- πανελληνίως
- Προέλληνας, προέλληνας
- προελληνικός
- πρωτοελληνικός
- φιλέλληνας, φιλελληνίδα
- φιλελληνικά (επίρρημα)
- φιλελληνικός
- φιλελληνικότητα
- φιλελληνισμός
- Λέξεις με ελληνο-, λήγουν σε -ελληνικός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- → δείτε και τη λέξη Ελλάδα για το θέμα ελλαδ-
Μεταφράσεις
Έλληνας
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Έλληνας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.