Έλληνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Έλληνας οι Έλληνες
      γενική του Έλληνα των Ελλήνων
    αιτιατική τον Έλληνα τους Έλληνες
     κλητική Έλληνα Έλληνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Έλληνας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική Ἕλληνας [1] < αρχαία ελληνική Ἕλλην από την αιτιατική ενικού «τὸν Ἕλληνα» < άγνωστης ετυμολογίας  δείτε περισσότερα στο Ἕλλην

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.li.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Έλληνας

Κύριο όνομα

Έλληνας αρσενικό (θηλυκό Ελληνίδα) [2]

Έλληνας αρσενικό

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ελλην- 
  •  δείτε και τη λέξη Ελλάδα για το θέμα ελλαδ-

Σύνθετα

  • ελληνο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ελληνο- στο Βικιλεξικό
  • -ελληνικός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ελληνικός στο Βικιλεξικό

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Έλληνας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.