grec

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡʁɛk/
 
ομόηχο: Grec

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό grec grecs
θηλυκό grecque grecques

grec (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
grec grecs

grec (fr) αρσενικό

  1. πίτα με γύρο
    je voudrais un grec avec des frites, s'il-vous-plaît !
    θα ήθελα ένα «ελληνικό» (πίτα, γύρο) με τηγανητές πατάτες, παρακαλώ!
  2. (γλώσσα) τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα
    je parle grec - μιλάω ελληνικά.



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

grec (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.