πανελλήνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανελλήνιος η πανελλήνια το πανελλήνιο
      γενική του πανελλήνιου της πανελλήνιας του πανελλήνιου
    αιτιατική τον πανελλήνιο την πανελλήνια το πανελλήνιο
     κλητική πανελλήνιε πανελλήνια πανελλήνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανελλήνιοι οι πανελλήνιες τα πανελλήνια
      γενική των πανελλήνιων των πανελλήνιων των πανελλήνιων
    αιτιατική τους πανελλήνιους τις πανελλήνιες τα πανελλήνια
     κλητική πανελλήνιοι πανελλήνιες πανελλήνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανελλήνιος < (ελληνιστική κοινή) Πανελλήνιος (επίθετο του Δία) < Πανέλληνες + -ιος < πάν + Ἕλλην ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) panhellénien/panhellénique)

Επίθετο

πανελλήνιος, -ια, -ιο

  1. που αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες και ολόκληρη την Ελλάδα
  2. (ουσιαστικοποιημένο θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό) Πανελλήνιες / πανελλήνιες: οι πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.