ελλαδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλαδικός η ελλαδική το ελλαδικό
      γενική του ελλαδικού της ελλαδικής του ελλαδικού
    αιτιατική τον ελλαδικό την ελλαδική το ελλαδικό
     κλητική ελλαδικέ ελλαδική ελλαδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλαδικοί οι ελλαδικές τα ελλαδικά
      γενική των ελλαδικών των ελλαδικών των ελλαδικών
    αιτιατική τους ελλαδικούς τις ελλαδικές τα ελλαδικά
     κλητική ελλαδικοί ελλαδικές ελλαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελλαδικός < αρχαία ελληνική Ἑλλᾰδικός < Ἑλλάς

Επίθετο

ελλαδικός

  1. που έχει σχέση με την Ελλάδα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ειδικότερα) (ιστορία) (αρχαιολογία) που έχει σχέση με την περίοδο της χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. (κατ’ επέκταση) φράση, λέξη, έθιμο ή συνήθεια που δεν συνηθίζεται στην Κύπρο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.