grecu

Κορσικανικά (co)

Ετυμολογία

grecu < λατινική Graecus < αρχαία ελληνική Γραικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɡrɛɡu/ & /ˈɡrɛku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: grѐcu

Ουσιαστικό

grecu (co) αρσενικό



Σικελικά (scn)

Ετυμολογία

grecu < λατινική Graecus < αρχαία ελληνική Γραικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡrɛ.ku̞/
τυπογραφικός συλλαβισμός: grѐcu

Ουσιαστικό

grecu (scn) αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα) Έλληνας (πληθυντικός: greci· θηλυκό: greca)
  2. (γλώσσα) τα ελληνικά

Επίθετο

grecu (scn)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.