ελληνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελληνίζω < αρχαία ελληνική ἑλληνίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ελληνίζω | ελλήνιζα | θα ελληνίζω | να ελληνίζω | ελληνίζοντας | |
| β' ενικ. | ελληνίζεις | ελλήνιζες | θα ελληνίζεις | να ελληνίζεις | ελλήνιζε | |
| γ' ενικ. | ελληνίζει | ελλήνιζε | θα ελληνίζει | να ελληνίζει | ||
| α' πληθ. | ελληνίζουμε | ελληνίζαμε | θα ελληνίζουμε | να ελληνίζουμε | ||
| β' πληθ. | ελληνίζετε | ελληνίζατε | θα ελληνίζετε | να ελληνίζετε | ελληνίζετε | |
| γ' πληθ. | ελληνίζουν(ε) | ελλήνιζαν ελληνίζαν(ε) |
θα ελληνίζουν(ε) | να ελληνίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ελλήνισα | θα ελληνίσω | να ελληνίσω | ελληνίσει | ||
| β' ενικ. | ελλήνισες | θα ελληνίσεις | να ελληνίσεις | ελλήνισε | ||
| γ' ενικ. | ελλήνισε | θα ελληνίσει | να ελληνίσει | |||
| α' πληθ. | ελληνίσαμε | θα ελληνίσουμε | να ελληνίσουμε | |||
| β' πληθ. | ελληνίσατε | θα ελληνίσετε | να ελληνίσετε | ελληνίστε | ||
| γ' πληθ. | ελλήνισαν ελληνίσαν(ε) |
θα ελληνίσουν(ε) | να ελληνίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ελληνίσει | είχα ελληνίσει | θα έχω ελληνίσει | να έχω ελληνίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ελληνίσει | είχες ελληνίσει | θα έχεις ελληνίσει | να έχεις ελληνίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ελληνίσει | είχε ελληνίσει | θα έχει ελληνίσει | να έχει ελληνίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ελληνίσει | είχαμε ελληνίσει | θα έχουμε ελληνίσει | να έχουμε ελληνίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ελληνίσει | είχατε ελληνίσει | θα έχετε ελληνίσει | να έχετε ελληνίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ελληνίσει | είχαν ελληνίσει | θα έχουν ελληνίσει | να έχουν ελληνίσει |
| |
Μεταφράσεις
ελληνίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.