νεοελληνιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοελληνιστής οι νεοελληνιστές
      γενική του νεοελληνιστή των νεοελληνιστών
    αιτιατική τον νεοελληνιστή τους νεοελληνιστές
     κλητική νεοελληνιστή νεοελληνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεοελληνιστής < Νεοέλλην(ας) + -ιστής κατά το ελληνιστής.[1] Αναλύεται σε νεο- + ελληνιστής

Ουσιαστικό

νεοελληνιστής αρσενικό (θηλυκό νεοελληνίστρια)

  • (φιλολογία) ο φιλόλογος που ειδικεύεται στη νεοελληνική λογοτεχνία η ο ιστορικός της νεότερης και σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.