νεοελληνίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεοελληνίστρια οι νεοελληνίστριες
      γενική της νεοελληνίστριας των νεοελληνιστριών
    αιτιατική τη νεοελληνίστρια τις νεοελληνίστριες
     κλητική νεοελληνίστρια νεοελληνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεοελληνίστρια < νεοελληνιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

νεοελληνίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.