πανελληνιονίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανελληνιονίκης οι πανελληνιονίκες
      γενική του πανελληνιονίκη των πανελληνιονικών
    αιτιατική τον πανελληνιονίκη τους πανελληνιονίκες
     κλητική πανελληνιονίκη πανελληνιονίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανελληνιονίκης < πανελλήνιος + νίκη

Ουσιαστικό

πανελληνιονίκης αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει κερδίσει σε πανελλήνιους αγώνες, ο τίτλος αποδίδεται και στους επόμενους, π.χ. δεύτερος πανελληνιονίκης, τρίτος κτλ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.