υπηκοότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπηκοότητα | οι | υπηκοότητες |
| γενική | της | υπηκοότητας | των | υπηκοοτήτων |
| αιτιατική | την | υπηκοότητα | τις | υπηκοότητες |
| κλητική | υπηκοότητα | υπηκοότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπηκοότητα < καθαρεύουσα ὑπηκοότης < ὑπήκοος + -ότης/-ότητα < αρχαία ελληνική ὑπήκοος < ὑπακούω
Ουσιαστικό
υπηκοότητα θηλυκό
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
υπηκοότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.