γενάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γενάρχης οι γενάρχες
      γενική του γενάρχη των γεναρχών
    αιτιατική τον γενάρχη τους γενάρχες
     κλητική γενάρχη γενάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενάρχης < (ελληνιστική κοινή) < γένος + -άρχης (< ἄρχω)

Ουσιαστικό

γενάρχης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.