ανθέλληνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ανθέλληνας οι ανθέλληνες
      γενική του
του/της
ανθέλληνα
ανθέλληνος
των ανθελλήνων
    αιτιατική τον/την ανθέλληνα τους/τις ανθέλληνες
     κλητική ανθέλληνα ανθέλληνες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθέλληνας < ανθ- (< αντί) + Έλληνας (< αρχαία ελληνική Ἕλλην)

Ουσιαστικό

ανθέλληνας αρσενικό και θηλυκό / (θηλυκό ανθελληνίδα)

  1. αυτός που, γενικά, τάσσεται εναντίον του ελληνικού έθνους, που έχει εχθρικές διαθέσεις προς την Ελλάδα και τους Έλληνες
  2. αυτός που ακολουθεί πολιτική εναντίον των ελληνικών συμφερόντων για οποιοδήποτε λόγο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.