μισελληνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μισελληνισμός | οι | μισελληνισμοί |
| γενική | του | μισελληνισμού | των | μισελληνισμών |
| αιτιατική | τον | μισελληνισμό | τους | μισελληνισμούς |
| κλητική | μισελληνισμέ | μισελληνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μισελληνισμός < μισέλληνας + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.se.li.ni.ˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σελ‐λη‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
μισελληνισμός αρσενικό
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μισέλληνας, μίσος και Έλληνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.