νεοέλληνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεοέλληνας | οι | νεοέλληνες |
| γενική | του | νεοέλληνα | των | νεοελλήνων |
| αιτιατική | τον | νεοέλληνα | τους | νεοέλληνες |
| κλητική | νεοέλληνα | νεοέλληνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεοέλληνας < νεο- + Έλληνας < αρχαία ελληνική Ἕλλην
Ουσιαστικό
νεοέλληνας αρσενικό (θηλυκό: νεοελληνίδα)
Συγγενικά
- νεοελληνίδα
- νεοελληνικός
- νεοελληνισμός
- νεοελλαδίτης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Έλληνας
Μεταφράσεις
Πηγές
- νεοέλληνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.