ελλανόδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλανόδικος η ελλανόδικος
& ελλανόδικη
το ελλανόδικο
      γενική του ελλανοδίκου
& ελλανόδικου
της ελλανοδίκου
& ελλανόδικης
του ελλανοδίκου
& ελλανόδικου
    αιτιατική τον ελλανόδικο την ελλανόδικο
& ελλανόδικη
το ελλανόδικο
     κλητική ελλανόδικε ελλανόδικε
& ελλανόδικη
ελλανόδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλανόδικοι οι ελλανόδικοι
& ελλανόδικες
τα ελλανόδικα
      γενική των ελλανοδίκων
& ελλανόδικων
των ελλανοδίκων
& ελλανόδικων
των ελλανοδίκων
& ελλανόδικων
    αιτιατική τους ελλανοδίκους
& ελλανόδικους
τις ελλανοδίκους
& ελλανόδικες
τα ελλανόδικα
     κλητική ελλανόδικοι ελλανόδικοι
& ελλανόδικες
ελλανόδικα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελλανόδικος < ελλανοδίκης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.laˈno.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελλανόδικος

Επίθετο

ελλανόδικος, -ος/-η. -ο

  • (αθλητισμός) ελλανόδικος επιτροπή: επιτροπή που τα μέλη της εποπτεύουν αγώνες, κρίνουν τους διαγωνιζόμενους και ανακηρύσσουν τους νικητές.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.