φιλέλληνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλέλληνας οι φιλέλληνες
      γενική του φιλέλληνα των φιλελλήνων
    αιτιατική τον φιλέλληνα τους φιλέλληνες
     κλητική φιλέλληνα φιλέλληνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλέλληνας < αρχαία ελληνική φιλέλλην < φίλος + Ἕλλην

Ουσιαστικό

φιλέλληνας αρσενικό


Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.