κοινή νεοελληνική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοινή νεοελληνική  δείτε τις λέξεις κοινή και νεοελληνικός

Πολυλεκτικός όρος

κοινή νεοελληνική θηλυκό

  • (γλώσσα) η κοινή μορφή της νέας ελληνικής γλώσσας, οι τύποι που χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των ομιλητών της στη σύγχρονη εποχή, όπως διαμορφώθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα, βασισμένη σε παλαιότερες τύπους, σε τοπικές διαλέκτους και μετά την υπέρβαση του γλωσσικού ζητήματος (δημοτική, καθαρεύουσα)
    συντομογραφία: ΚΝΕ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.