ωραίο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ωραίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ωραίος

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈɾe.o/

Ουσιαστικό

ωραίο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ωραίο

  1. αιτιατική ενικού του ωραίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ωραίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.