filosofia

Ιταλικά (it)

      ενικός         πληθυντικός  
filosofia filosofie

Ετυμολογία

filosofia < λατινική philosophia < αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Μορφολογικά αναλύεται σε filo- + -sofia

Ουσιαστικό

filosofia (it) θηλυκό

Συγγενικά

  • filosofare
  • filosofema
  • filosofico
  • filosofo

  • Κατηγορία:Φιλοσοφία (ιταλικά)



Καταλανικά (ca)

Ετυμολογία

filosofia < λατινική philosophia < αρχαία ελληνική φιλοσοφία

Ουσιαστικό

filosofia (ca) θηλυκό



Λομβαρδικά (lmo)

Ουσιαστικό

filosofia θηλυκό



Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

filosofia < (άμεσο δάνειο) λατινική philosophia < αρχαία ελληνική φιλοσοφία Μορφολογικά αναλύεται σε filo- + -sofia

Ουσιαστικό

filosofia (pt) θηλυκό

  • Κατηγορία:Φιλοσοφία (πορτογαλικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.