philosophie

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
philosophie philosophies

Ετυμολογία

philosophie < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική philosophie < λατινική philosophia < αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Μορφολογικά αναλύεται σε philo- + -sophie

Προφορά

 

Ουσιαστικό

philosophie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

  • {{φόντο|Κατηγορία:Φιλοσοφία (γαλλικά)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.