φιλί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φιλί | τα | φιλιά |
| γενική | του | φιλιού | των | φιλιών |
| αιτιατική | το | φιλί | τα | φιλιά |
| κλητική | φιλί | φιλιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φιλί(ν) < αρχαία ελληνική φιλεῖν < απαρέμφατο φιλεῖν του ρήματος φιλῶ < φιλέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈli/
Ουσιαστικό

Το Φιλί, Gustav Klimt
φιλί ουδέτερο
- η επαφή των χειλιών στα χείλη, στο χέρι, στο μάγουλο ή άλλο μέρος του σώματος κάποιου (προσώπου ή πράγματος) ως ένδειξη χαιρετισμού, ευχής, συμπάθειας, ερωτικής έλξης κ.λπ.
Εκφράσεις
Σύνθετα
Μεταφράσεις
φιλί
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.