pot
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pot | pots |
pot (en)
- (κουζινικά) η κατσαρόλα, το δοχείο για το μαγείρεμα
- ↪ Heat up some water in a pot.
- Ζέστανε λίγο νερό σε μια κατσαρόλα.
- → και δείτε τη λέξη pan
- ↪ Heat up some water in a pot.
- το δοχείο, το βάζο
- ↪ The villagers kept the cured pork in clay pots.
- Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
- ↪ Maria moved the pot carefully as she was afraid that it would fall and break.
- Η Μαρία μετακίνησε το βάζο προσεκτικά, καθώς φοβόταν πως θα πέσει και θα σπάσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη container
- ↪ The villagers kept the cured pork in clay pots.
- η κατσαρόλα, η ποσότητα σε μια κατσαρόλα
- ↪ Heat up a pot of water.
- Ζέστανε μια κατσαρόλα νερό.
- ↪ Heat up a pot of water.
- (μόνο ενικός ως the pot, χαρτοπαίγνιο) η κάσα, το συνολικό χρηματικό ποσό που στοιχηματίζεται σε ένα παιχνίδι καρτών
- ↪ What is the pot?
- Τι κάσα θα βάλεις;
- ↪ What is the pot?
- (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η μαριχουάνα
Εκφράσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | pot |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | pots |
| αόριστος | potted |
| παθητική μετοχή | potted |
| ενεργητική μετοχή | potting |
pot (en)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ρουμανικά (ro)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.