pot

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɒt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /pɑt/ (ΗΠΑ)
 
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pot pots

pot (en)

  1. (κουζινικά) η κατσαρόλα, το δοχείο για το μαγείρεμα
    Heat up some water in a pot.
    Ζέστανε λίγο νερό σε μια κατσαρόλα.
     και δείτε τη λέξη pan
  2. το δοχείο, το βάζο
    The villagers kept the cured pork in clay pots.
    Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
    Maria moved the pot carefully as she was afraid that it would fall and break.
    Η Μαρία μετακίνησε το βάζο προσεκτικά, καθώς φοβόταν πως θα πέσει και θα σπάσει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη container
  3. η κατσαρόλα, η ποσότητα σε μια κατσαρόλα
    Heat up a pot of water.
    Ζέστανε μια κατσαρόλα νερό.
  4. (μόνο ενικός ως the pot, χαρτοπαίγνιο) η κάσα, το συνολικό χρηματικό ποσό που στοιχηματίζεται σε ένα παιχνίδι καρτών
    What is the pot?
    Τι κάσα θα βάλεις;
  5. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η μαριχουάνα

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας pot
γ΄ ενικό ενεστώτα pots
αόριστος potted
παθητική μετοχή potted
ενεργητική μετοχή potting

pot (en)

  1. το να φυτεύω κάτι
  2. το να μαγειρεύω σε πήλινο δοχείο

Πηγές



Βασκικά (eu)

Ουσιαστικό

pot (eu)

  1. το φιλί



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pot (fr) αρσενικό

  1. το δοχείο
  2. (οικείο) η τύχη
    tu as du pot ! - έχεις τύχη

Εκφράσεις



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pot (pl) αρσενικό

  1. ο ιδρώτας



Ρουμανικά (ro)

Ρηματικός τύπος

pot (ro)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a putea »
  2. 3ο πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a putea »
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.