προδοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προδοσία | οι | προδοσίες |
| γενική | της | προδοσίας | των | προδοσιών |
| αιτιατική | την | προδοσία | τις | προδοσίες |
| κλητική | προδοσία | προδοσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προδοσία < αρχαία ελληνική προδοσία
Ουσιαστικό
προδοσία θηλυκό
- ενέργεια που στρέφεται εναντίον της πατρίδας, ιδίως η αποκάλυψη στρατιωτικών μυστικών σε εχθρική δύναμη ή η με οποιοδήποτε τρόπο προσχώρηση στον αντίπαλο· η εσχάτη προδοσία
- ενέργεια με την οποία κάποιος παραβιάζει ισχυρή ηθική δέσμευση απέναντι σε άλλους ανθρώπους, φίλους, συνεργάτες, ομοϊδεάτες κλπ
Συνώνυμα
- αλκιβιαδισμός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.