χειροφίλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειροφίλημα τα χειροφιλήματα
      γενική του χειροφιλήματος των χειροφιλημάτων
    αιτιατική το χειροφίλημα τα χειροφιλήματα
     κλητική χειροφίλημα χειροφιλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειροφίλημα < χέρι + φίλημα

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.ɾoˈfi.li.ma/

Ουσιαστικό

χειροφίλημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.