φίλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίλημα τα φιλήματα
      γενική του φιλήματος των φιλημάτων
    αιτιατική το φίλημα τα φιλήματα
     κλητική φίλημα φιλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φίλημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φίλημα[1] και φίλαμα < φιλέω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfi.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φίλημα

Ουσιαστικό

φίλημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.