ασπασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ασπασμός | οι | ασπασμοί |
| γενική | του | ασπασμού | των | ασπασμών |
| αιτιατική | τον | ασπασμό | τους | ασπασμούς |
| κλητική | ασπασμέ | ασπασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασπασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπασμός (φιλικός χαιρετισμός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.spaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπα‐σμός
Ουσιαστικό
ασπασμός αρσενικό
- εγκάρδιος] χαιρετισμός, με φίλημα
- εκφράσεις: ο τελευταίος ασπασμός, δεύτε τελευταίον ασπασμόν
- (παρωχημένο, ιδίως στον πληθυντικό: ασπασμοί) χαιρετισμός, χαιρετίσματα
- ↪ Τους ασπασμούς μου στην αγαπητή μητέρα σας!
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ασπασμός
|
→ δείτε τις λέξεις χαιρετισμός και φίλημα |
Πηγές
- ασπασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασπασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ασπασμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.