απαρέμφατο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απαρέμφατο τα απαρέμφατα
      γενική του απαρεμφάτου
& απαρέμφατου
των απαρεμφάτων
    αιτιατική το απαρέμφατο τα απαρέμφατα
     κλητική απαρέμφατο απαρέμφατα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαρέμφατο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαρέμφατον[1] < ἀπαρέμφατος (αφανέρωτος) < ἀ- στερητικό + παρεμφαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.paˈɾeɱ.fa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαρέμφατο

Ουσιαστικό

απαρέμφατο ουδέτερο

  • (γραμματική) ρηματικός τύπος που δε φανερώνει το υποκείμενο ή τον αριθμό του/των προσώπων, αλλά μόνον τον ρηματικό χρόνο και τη ρηματική διάθεση - φωνή
    το "δηλοῦν" είναι αρχαίο απαρέμφατο ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του επίσης αρχαίου ρήματος δηλόω-δηλῶ
    το "δηλώσει" είναι το απαρέμφατο της ενεργητικής φωνής του νεοελληνικού ρήματος δηλώνω
    το "δηλωθεί" είναι το απαρέμφατο της παθητικής φωνής του ρήματος δηλώνω

Συγγενικά

αρχαίο απαρέμφατο στα νέα ελληνικά:

κ.ά.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.