τόρνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόρνος οι τόρνοι
      γενική του τόρνου των τόρνων
    αιτιατική τον τόρνο τους τόρνους
     κλητική τόρνε τόρνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τόρνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική grc
Τόρνος κατασκευής πυροσωλήνων.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtoɾ.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τόρνος

Ουσιαστικό

τόρνος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόρνος οἱ τόρνοι
      γενική τοῦ τόρνου τῶν τόρνων
      δοτική τῷ τόρν τοῖς τόρνοις
    αιτιατική τὸν τόρνον τοὺς τόρνους
     κλητική ! τόρνε τόρνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τόρνω
γεν-δοτ τοῖν  τόρνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τόρνος (τεχνικός όρος) < τορ- + -νος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   τείρω

Ουσιαστικό

τόρνος, -ου αρσενικό

  • (εργαλείο) ξυλουργών και γλυπτών, αντίστοιχο του σημερινού διαβήτη
    χρειάζεται παράθεμα 6ου αιώνα, Θέογνις 1.805

Εκφράσεις

Παράγωγα

  • ἀμφίτορνος
  • ἀμφιτόρνωτος
  • ἀποτορνεύω
  • ἀποτόρνωσις
  • ἀτόρνευτος
  • διατορνεύω
  • ἐκτορνεύω
  • ἔκτορνος
  • ἐντορνεύω
  • ἐντορνία
  • ἔντορνος
  • εὐτόρνευτος
  • εὔτορνος
  • κατατορνεύω
  • περιτορνεύω
  • τορνεία
  • τόρνευμα
  • τόρνευσις
  • τορνευτήριον
  • τορνευτής
  • τορνευτικός
  • τορνευτολυρασπιδοπηγός
  • τορνευτός
  • τορνεύω
  • τορνία
  • τορνίσκος
  • τορνοειδής
  • τορνογραφῶ, τορνογραφέω
  • τορνοῦμαι, τορνόομαι
  • τορνῶ, τορνόω
  • τορνωτός

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.