τορνεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τορνεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τορνεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /toɾˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τορνεύω
παρώνυμο: τορεύω

Ρήμα

τορνεύω

  1. κατεργάζομαι σκληρής φύσης υλικά χρησιμοποιώντας τόρνο
  2. (μεταφορικά) επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.