μορφοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μορφοποίηση | οι | μορφοποιήσεις |
| γενική | της | μορφοποίησης* | των | μορφοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | μορφοποίηση | τις | μορφοποιήσεις |
| κλητική | μορφοποίηση | μορφοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μορφοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μορφοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μορφοποιώ
- το να δίνω μορφή σε κάτι
- (πληροφορική) η επεξεργασία και η απόδοση στιλ (χρώματα, bold, κλπ) κατά την επεξεργασία κειμένου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.