σπείρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπείρωμα | τα | σπειρώματα |
| γενική | του | σπειρώματος | των | σπειρωμάτων |
| αιτιατική | το | σπείρωμα | τα | σπειρώματα |
| κλητική | σπείρωμα | σπειρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπείρωμα < αρχαία ελληνική σπειρ(άομαι/ῶμαι) + -ωμα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspi.ɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπεί‐ρω‐μα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σπείρωμα
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.