πρόσοψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσοψη οι προσόψεις
      γενική της πρόσοψης* των προσόψεων
    αιτιατική την πρόσοψη τις προσόψεις
     κλητική πρόσοψη προσόψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσόψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσοψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσοψις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.so.psi/
τονικό παρώνυμο: προσόψι
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόσοψη

Ουσιαστικό

πρόσοψη θηλυκό

  1. η όψη ενός κτηρίου από μπροστά
     συνώνυμα: φάτσα
  2. (γενικότερα) η εξωτερική όψη
  3. (οικείο, ειρωνικό) το πρόσωπο ενός ανθρώπου
    τον άρχισαν στα μπουνίδια και μέσα σε λίγη ώρα του έκαναν την πρόσοψη «καινούρια»!

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.