διαμόρφωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμόρφωση οι διαμορφώσεις
      γενική της διαμόρφωσης* των διαμορφώσεων
    αιτιατική τη διαμόρφωση τις διαμορφώσεις
     κλητική διαμόρφωση διαμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμόρφωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διαμόρφωση θηλυκό

  1. το να δίνεται μορφή
  2. (πληροφορική) configuration: προσαρμογή, βλ. ρύθμιση
      [...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
  3. (πληροφορική) format: η αρχικοποίηση ενός αποθηκευτικού μαγνητικού μέσου μνήμης, συνήθως αναφέρεται σε σκληρό δίσκο
      Το πρόβλημα είναι, όμως, πως αν κάνουμε διαμόρφωση (format) και επανεγκατάσταση του λειτουργικού συστήματος, τα προσωπικά μας αρχεία θα διαγραφούν. [2]

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.