συγκράτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκράτηση | οι | συγκρατήσεις |
| γενική | της | συγκράτησης* | των | συγκρατήσεων |
| αιτιατική | τη | συγκράτηση | τις | συγκρατήσεις |
| κλητική | συγκράτηση | συγκρατήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγκρατήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τέσσερις δακτύλιοι συγκράτησης εντοπίζονται στη συγκεκριμένη μηχανή. Κοιτώντας από τα αριστερά προς τα δεξιά, ο πιό ευδιάκριτος δάκτυλος συγκράτησης είναι χρυσός πάνω στην πράσινο αποστάτη, ο δεύτερος είναι ο γκρι δάκτυλος συγκράτησης πάνω σε γκρι επιφάνεια, ο τρίτος είναι ο γκρι δάκτυλος συγκράτησης σε λευκή επιφάνεια και ο τέταρτος ο γκρι δάκτυλος συγκράτησης σε μαύρη τροχαλία.
Ετυμολογία
- συγκράτηση < συγκρατώ
Ουσιαστικό
συγκράτηση θηλυκό
- ο περιορισμός ενός μεγέθους σε κάποιες αποδεκτές τιμές
- στόχος είναι η συγκράτηση του πληθωρισμού κάτω από το 3%
Σύνθετα
Μεταφράσεις
συγκράτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.