τείρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
τείρω
- τρίβω σκληρά
- τρυπώ
- θλίβω, ταλαιπωρώ, βασανίζω, κατατρύχω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 510 (510-512)
- τεῖρε γὰρ αὐτὸν | ἕλκος, ὃ δή μιν Τεῦκρος ἐπεσσύμενον βάλεν ἰῷ | τείχεος ὑψηλοῖο, ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύνων.
- ότι τον έκοφτε η πληγή που ο Τεύκρος με κοντάρι | του είχε κάμει την στιγμήν οπού στο μέγα τείχος | ορμούσε από τον όλεθρον να σώσει τους συντρόφους·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τεῖρε γὰρ αὐτὸν | ἕλκος, ὃ δή μιν Τεῦκρος ἐπεσσύμενον βάλεν ἰῷ | τείχεος ὑψηλοῖο, ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύνων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 102 (102-103)
- «ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, | σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει,
- «Ω γέρε, τώρα μαχηταί στενοχωρούν σε νέοι,| σ᾽ ήβρε το γήρας το κακό και η δύναμίς σου εκόπη,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, | σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 342 (340-342)
- ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς | λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ | τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
- ετούτο μόνο το τραγούδι μην το συνεχίσεις, | θλιβερό κι αβάστακτο· σπαράζει την καρδιά μου | μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς | λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ | τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 369
- ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός.
- γιατί τους θέριζε της άδειας τους κοιλιάς η πείνα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 510 (510-512)
- (αμετάβατο) υποφέρω από θλίψη
Συγγενικά
Πηγές
- τείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.