τορναδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τορναδόρος | οι | τορναδόροι |
| γενική | του | τορναδόρου | των | τορναδόρων |
| αιτιατική | τον | τορναδόρο | τους | τορναδόρους |
| κλητική | τορναδόρε | τορναδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(Art._IWM_LD_2850).jpg.webp)
Γυναίκα τορναδόρος.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.