ατορνάριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ατορνάριστος | η | ατορνάριστη | το | ατορνάριστο |
| γενική | του | ατορνάριστου | της | ατορνάριστης | του | ατορνάριστου |
| αιτιατική | τον | ατορνάριστο | την | ατορνάριστη | το | ατορνάριστο |
| κλητική | ατορνάριστε | ατορνάριστη | ατορνάριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ατορνάριστοι | οι | ατορνάριστες | τα | ατορνάριστα |
| γενική | των | ατορνάριστων | των | ατορνάριστων | των | ατορνάριστων |
| αιτιατική | τους | ατορνάριστους | τις | ατορνάριστες | τα | ατορνάριστα |
| κλητική | ατορνάριστοι | ατορνάριστες | ατορνάριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ατορνάριστος < α- + τορναριστός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τόρνος
Μεταφράσεις
ατορνάριστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.