τόρνευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόρνευσῐς αἱ τορνεύσεις
      γενική τῆς τορνεύσεως τῶν τορνεύσεων
      δοτική τῇ τορνεύσει ταῖς τορνεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τόρνευσῐν τὰς τορνεύσεις
     κλητική ! τόρνευσῐ τορνεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τορνεύσει
γεν-δοτ τοῖν  τορνευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τόρνευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τορνεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

τόρνευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.