τόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τόνος | οι | τόνοι |
| γενική | του | τόνου | των | τόνων |
| αιτιατική | τον | τόνο | τους | τόνους |
| κλητική | τόνε | τόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τόνος < τείνω [1]
- για τον τόνο της φωνής, ήχου < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ton < λατινική tonus (τέντωμα χορδής) < αρχαία ελληνική τόνος
- για το βάρος < (λόγιο δάνειο) γαλλική tonn(3) (θηλυκό) + -ος
- για το ψάρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική tonno + -ς < υστερολατινική tunnus < αρχαία ελληνική θύννος (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τό‐νος

διάφοροι τόνοι του κόκκινου

τόνος στη θάλασσα

τόνος κονσέρβα
Ουσιαστικό
τόνος αρσενικό
- (για ήχο)
- (μεταφορικά) βαθμός έντασης, η ατμόσφαιρα σε ένα περιβάλλον
- συναισθηματικός τόνος
- (διακριτικό σημάδι) σημείο για τον τονισμό των λέξεων
- οι τόνοι είναι τρεις: οξεία, βαρεία και περισπωμένη
- (ζωγραφική) ο βαθμός έντασης του χρώματος, η διαβάθμιση του φωτός και της σκιάς
- ψάρι που ανήκει στην οικογένεια των Σκομβριδών (Scombridae), κυρίως του γένους Θύννος (Thunnus)
- άλλη γραφή: τόννος
- (μονάδα μέτρησης)
- μονάδα μέτρησης βάρους που αντιστοιχεί σε: «αγγλικός τόννος» 1.016 χιλιόγραμμα και «γαλλικός τόννος» 1.000 χιλιόγραμμα
- (μονάδα μέτρησης, ναυτικός όρος) μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, που αντιστοιχεί σε όγκο 2,83 κυβ. μέτρων
- δυναμικότητα φορτηγού αυτοκινήτου σε βάρος φορτίου
- (μεταφορικά) για να δηλωθεί αόριστα μια πολύ μεγάλη ποσότητα
- (μουσική) η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών φθόγγων που διαιρείται σε δύο ημιτόνια
- (ναυτικός όρος) δίπλοκο σχοινί που αποτελείται από τρία ή τέσσερα συνεστραμμένα μονόπλοκα και χρησιμεύει για ρυμούλκηση
- → δείτε τη λέξη καρλίνι
- (φυσική)
- ηλεκτρικός παλμός
- ηχητικός παλμός σύντομης διάρκειας
- (φυσιολογία)
- ηλεκτρικός παλμός που διαδίδεται μέσω νεύρων
- η φυσιολογική ελαστικότητα των ζωντανών ιστών, η τονικότητα
- η πίεση που ασκείται στα τοιχώματα του βολβού του οφθαλμού από τα υγρά που περιέχει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
για τον ήχο
Αναφορές
- τόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.