οξεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξεία οι οξείες
      γενική της οξείας των οξειών
    αιτιατική την οξεία τις οξείες
     κλητική οξεία οξείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξεία < (ελληνιστική κοινή) ὀξεῖα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ὀξύς

Ουσιαστικό

οξεία θηλυκό

  1. το τονικό σημάδι που δείχνει την ή τις συλλαβές που τονίζονται
     συνώνυμα: τόνος
  2. το τονικό σημάδι, πριν την εφαρμογή του μονοτονικού που, σύμφωνα με συγκεκριμένους γραμματικούς κανόνες, έμπαινε σε όσες λέξεις δεν έπαιρναν περισπωμένη
  3. το ίδιο τονικό σημάδι που, σε μία μεγάλη περίοδο της ελληνικής γραμματείας, κατά περίπτωση το αντικαταστούσε η βαρεία

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

οξεία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.