tone
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
tone
tones
Ουσιαστικό
tone
(en)
(
μουσική
)
ο
φθόγγος
ο
τόνος
(συχνότητα η οποία δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με τυποποιημένο φθόγγο)
το
ύφος
η
απόχρωση
(όμως η tint/τίντα αφορά πιο λεπτή χρωματική διαφοροποίηση)
(
μετρήσιμο
)
το
σήμα
στον αυτόματο τηλεφωνητή
↪
Speak after the
tone
.
Μιλήστε μετά από το
σήμα
.
≈
συνώνυμα
:
beep
Πηγές
tone
-
Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.