tone

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
tone tones

Ουσιαστικό

tone (en)

  1. (μουσική) ο φθόγγος
  2. ο τόνος (συχνότητα η οποία δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με τυποποιημένο φθόγγο)
  3. το ύφος
  4. η απόχρωση (όμως η tint/τίντα αφορά πιο λεπτή χρωματική διαφοροποίηση)
  5. (μετρήσιμο) το σήμα στον αυτόματο τηλεφωνητή
    Speak after the tone.
    Μιλήστε μετά από το σήμα.
     συνώνυμα: beep

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.