ημιτόνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιτόνιο τα ημιτόνια
      γενική του ημιτονίου
& ημιτόνιου
των ημιτονίων
    αιτιατική το ημιτόνιο τα ημιτόνια
     κλητική ημιτόνιο ημιτόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημιτόνιο < αρχαία ελληνική ἡμιτόνιον

Ουσιαστικό

ημιτόνιο ουδέτερο

  1. μουσικό διάστημα μισού τόνου
    το μι απέχει από το φα ένα ημιτόνιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.