ημιτόνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ημιτόνιο | τα | ημιτόνια |
| γενική | του | ημιτονίου & ημιτόνιου |
των | ημιτονίων |
| αιτιατική | το | ημιτόνιο | τα | ημιτόνια |
| κλητική | ημιτόνιο | ημιτόνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημιτόνιο < αρχαία ελληνική ἡμιτόνιον
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.